- εἰσηγούμενος
- εἰσηγέομαιlead inpres part mp masc nom sg (attic epic doric)εἰσηγέομαιlead inpres part mid masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повѣдати — ПОВѢДА|ТИ (607), Ю, ѤТЬ гл. 1.Рассказать (рассказывать), поведать, сказать: Повѣдаша нѣкотерии дх҃вьнии. достоини вѣрованию. ˫ако очивисть || нѣкъгда ˫ави сѧ имъ ди˫аволъ. (διηγήσαντο) Изб 1076, 193–194; ѿ петра гр‹амот›а. къ влъчькови. то еси ты … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πυλαρινός, Ιάκωβος — (Ληξούρι, Κεφαλονιά 1659 – Κωνσταντινούπολη 1718). Έλληνας γιατρός. Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα, δικηγόρησε για μικρό διάστημα στην πατρίδα του και ύστερα σπούδασε ιατρική, πάλι στην Πάντοβα. Αργότερα βρέθηκε στην Κρήτη, αρχίατρος στην αυλή του… … Dictionary of Greek